- βαττ-
- см. βατ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαττ — το βλ. βατ … Dictionary of Greek
Βάττ' — Βάττε , Βάττος stammerer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάττ' — βάττε , βάττος stammerer masc voc sg βάσσαι , βάζω speak aor imperat mid 2nd sg βάσσαι , βάζω speak aor inf act βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βάσσε , βάζω speak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek